- ἐπιτηδευματικῶς
- ἐπιτηδ-ευμᾰτικῶς, Adv.A studiedly, opp. άνεπιτηδεύτως, Phld. Rh.1.156S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτηδευματικώς — ἐπιτηδευματικῶς (Α) επίρρ. 1. επιμελώς, με φιλοπονία 2. επίτηδες … Dictionary of Greek